Παρασκευή 2 Μαρτίου 2012

ΞΕΝΙΑΚΟΣ

                       

     
 Άποψη του χωριού από νοτιοδυτικά

Ιστορικά στοιχεία

Ο Ξενιάκος (κάτοικοι 158 το 2001) είναι χωριό της επαρχίας Πεδιάδας και έδρα ομώνυμου Δημοτικού διαμερίσματος του δήμου Βιάννου, στο Νομό Ηρακλείου. Βρίσκεται στις νότιες υπώρειες του όρους Βιργιωμένο,της οροσειράς Δίκτης (υψ. 1.414 μ.) σε απόσταση 51 χιλιομέτρων από την πρωτεύουσα του οτροφία.Νομού και σε υψόμετρο 500μ. Οι κάτοικοι ασχολούνται με τη γεωργία , την καλλιέργεια του δίκταμου και με την κτηνοτροφία
 Το πότε ακριβώς πρωτοκατοικήθηκε ο Ξενιάκος δεν μας είναι γνωστό. Σίγουρα πάντως κατοικούνταν στην Υστερομινωική περίοδο και αποτελούσε τμήμα της χώρας των Αρκάδων. Στο προαύλιο του ναού της Παναγίας βρέθηκε πλάκα από επιτύμβια στήλη που αναγράφει: «Παδάλας Διοκλεία τη γλυκυτάτη και αμέμπτω συζύγω ευνοίας χάριν». Αρχαιολογικά ευρήματα υπήρξαν και σε σπηλαιώδεις κοιλότητες ανατολικά του σημερινού χωριού στη θέση  Ντάμπαχη.       
     Όσο για το όνομα Ξενιάκος οι απόψεις διίστανται.
     Κάποιοι λένε ότι πήρε το όνομα αυτό από κάποιον ξένο που τον έλεγαν Ντάμπαχη ο οποίος κατοίκησε κατά την ενετοκρατία στην ομώνυμη θέση. Η άποψη αυτή δεν πρέπει να ευσταθεί όμως, διότι α) η τοποθεσία αυτή βρίσκεται ανατολικά του χωριού και μακράν του κέντρου του, όπου υπήρχε και πηγή νερού κάτω από θεόρατα πλατάνια και β) η θέση Ντάμπαχης παρέμεινε ακατοίκητη μέχρι και σήμερα. Ένα καφενείο-ταβέρνα που υπήρξε παλιότερα εκεί δημιουργήθηκε το πρώτο μισό του 20ου αιώνα από τον Ιωάννη Γ. Αντωνακάκη που έφερε και το πρώτο ραδιόφωνο. Ο ίδιος καλλιέργησε τον έρωντα (δίχταμο) εφαρμόζοντας ένα σύστημα αυτόματου ποτίσματος με ανακύκλωση του νερού.
     Άλλη άποψη περί της ονομασίας του χωριού αναφέρεται στο ρήμα ξενίζω=φιλοξενώ, καθώς ήταν και είναι γνωστή η τάση των κατοίκων προς φιλοξενία.
     Προσωπικά πιστεύω περισσότερο στη δεύτερη. Η θεωρία μου είναι ότι το όνομα έρχεται από την αρχαιότητα και έχει σχέση τόσο με τους ξένους επισκέπτες (πρέσβεις, έμποροι, αγγελιοφόροι κ.ά.), όσο και με το προσωνύμιο του Διός «Ξένιος» που πιθανόν να λατρευόταν εκεί.
Να αναφέρουμε εδώ ότι ο Ξένιος Ζευς ήταν μια ιδιότητα του Διός που έλυνε ένα πρόβλημα των αρχαίων Ελλήνων. Οι πολίτες σχετίζονταν τόσο με το δήμο τους όσο και με τους θεούς του δήμου. Υπήρξαν περιπτώσεις που πολίτες μιας πόλης δεν είχαν δικαίωμα να θυσιάσουν στο βωμό της ίδιας θεότητας σε άλλη πόλη. Άμα όμως δεν έχεις σχέση με τους θεούς δεν μπορείς και να παραμείνεις. Το πρόβλημα λοιπόν ήταν: Με ποιο δικαίωμα οι επισκέπτες και ιδιαίτερα οι πρέσβεις θα παρέμεναν σε μια πόλη που δεν είχαν δικαίωμα, αφού δεν είχαν σχέση με τους θεούς της  πόλης; Λύση. Ο Ξένιος Ζευς, που μπορεί να έχει σχέση με τους ξένους που βρίσκονται στην πόλη. Οι επισκέπτες λοιπόν έχουν ένα θεό με τον οποίο σχετίζονται και άρα μπορούν να παραμείνουν. Υπεραπλουστεύοντας όλα αυτά εμείς οι νεώτεροι μιλήσαμε για «θεό της φιλοξενίας» και ο Ξενιάκος είχε και έχει παράδοση στη φιλοξενία. Και μη ξεχνάμε ότι σε όχι μακρινή απόσταση βρίσκονται τα «Ξενοτάφια», νεκροταφείο της αρχαίας Εργάνου.
     Νοτιοανατολικά του Ξενιάκου διακρίνονται ακόμη και σήμερα ερείπια τοίχων από κατεστραμμένα παλαιά σπίτια. Όπως μας λέει ο ιστοριογράφος του 1932 παπα-δάσκαλος Ηράκλειος Φραγκάκης φαίνεται να είναι λείψανα άλλου χωριού με το όνομα «Κορεσανός» που κατά την παράδοση αριθμούσε 80 άντρες του πολέμου  (δηλ. αξιοπόλεμους) και το οποίο ερημώθηκε από την επιδημία πανώλης του 1592, όπως και άλλο χωριό με το όνομα «Κοτοποδιανός» ανατολικά του γειτονικού οικισμού Κατωφύγι. Όπως εκεί διασώθηκε μόνο ο ναός αφιερωμένος στην Παναγία την Κοτοποδιανή,*  έτσι και εδώ στην αντίπερα όχθη του χειμάρρου υπήρχε ναΐδριο αφιερωμένο στην Αγία Παρασκευή ( βλέπε και ενότητα Εκκλησίες-Αγία Μαρίνα) που πιθανότατα υπήρξε και κοιμητηριακός ναός του οικισμού, δεδομένου ότι στον περιβάλλοντα χώρο (ιδιαίτερα στην παρακείμενη ιδιοκτησία Αλέξανδρου Λιπάκη) βρέθηκαν ενταφιασμένοι ανθρώπινοι σκελετοί που κάποιοι απ' αυτούς ανήκαν σε νέους εκτιμώντας την οδοντοστοιχία τους. Ο οικισμός υδρευόταν μάλλον από την κοντινή πηγή «Γρα Βρύση» στην οποία το 1895 διανοίχτηκε τάφρος και τελειοποιήθηκε σε αρδευτικό κανάλι ή και από πηγάδια.
* (Κάποιοι μιλούν για Παναγία Κοντοποδιανή, επειδή δήθεν η εικόνα έφερε την Θεοτόκο με κοντά πόδια. Η εικόνα βεβαίως δεν υπάρχει, άρα δεν υπάρχει και τρόπος εξακρίβωσης αφού λείπουν και γραπτές μαρτυρίες. Πάντως η Παναγία εκεί θεωρούνταν (ακόμη και σήμερα) θαυματουργή και δεν τολμούσε κανείς στο ναό της να ορκιστεί ψέμματα. Αν λοιπόν ορκιζόταν κάποιος στην Παναγία την Κοτοποδιανή, απαλασσόταν από την υποψία του κατηγόρου του, σίγουρου όντος περί της αθωότητός του. Άγνωστο γιατί γιορτάζει την 1η Σεπτεμβρίου καθώς και την Δευτέρα του Πάσχα.).

Το χωριό Ξενιάκος δεν αναφέρεται στις βενετικές απογραφές ούτε στις τουρκικές. Μόλις το 1881 αναφέρεται ότι είχε 156 Χριστιανούς κατοίκους.Επίσης, το 1881 έχουμε και την πρώτη αναφορά στο Κατωφύγι, το οποίο είχε 100 Χριστιανούς κατοίκους. Παρ' όλα αυτά ο Ξενιάκος υπήρχε τουλάχιστον από το 1670 και αναφέρεται απλά ως μετόχι της Εμπάρου.
Στην απογραφή του Καστροφύλακα το 1583 η Έμπαρος αναφέρεται με 280 άντρες για εργασία, 213 παιδιά, 15 γέρους και 531 γυναίκες, σύνολο ; 939 άτομα. Είναι δυνατόν να μην αναφέρεται και στους πέριξ οικισμούς;
Επέρχεται η επιδημία πανούκλας του 1592 και στην τουρκική απογραφή του 1671 για φορολογική χρήση αναφέρεται η Έμπαρος μετά των μετοχίων και εξαιρουμένων ανηλίκων , γερόντων και κληρικών να διαθέτει χριστιανούς 54 πλούσιους, 81 μεσαίας  τάξης,  34 πτωχούς, δηλαδή 169 άτομα.
Ο Μ. Χουρμούζης Βυζάντιος αναφέρει το 1832 τον Ξενιάκο ως Μετόχι με 7 χριστιανικές οικογένειες και δύο εκκλησίες ενώ πριν το 1821 διέθετε 30 χριστιανικές οικογένειες, 7 οθωμανικές και δPο εκκλησίες και το επάγγελμα αυτών ανθρακοποιοί.
Τα αντίστοιχα στοιχεία για την Έμπαρο είναι: πριν το 1821 , 5 χριστιανικές και 120 οθωμανικές με 16 εκκλησίες και 9 ελαιοτριβεία, ενώ  το 1832 είχε 4 χριστιανικές, 52 οθωμανικές οικογένειες, 1 εκκλησία, 1 τζαμί και 2 ελαιοτριβεία. 
     Ο Ξενιάκος ευρισκόμενος ανάμεσα σε δυο χείμαρρους τον Ψωράρη και τον Κουρκουζάνη ή Εργανιώτη που λειτουργούσαν ιδίως τους χειμερινούς μήνες ως φρουροί του και έχοντας το ύψωμα της εκκλησίας (Μουρί) ως προπύργιό του, δεν πατήθηκε κατά την Τουρκοκρατία. Αναφέρει σχετικά ο Ηράκλειος Φραγκάκης:
« Μόνον κατά την επανάστασιν του 1866 εισελθόντες ούτοι εις το χωρίον και προελάσαντες επεχείρησαν να εισχωρήσουν την εκκλησίαν. Ηκούσθη όμως εντός αυτής αλλόκοτος βοή ως βροντή υπόκωφος και οι Τούρκοι έντρομοι ετράπησαν εις φυγήν, ουδεμίαν ζημίαν προξενήσαντες ούτε εις την εκκλησίαν ούτε εις το χωρίον. Κατά την εισβολήν αυτήν εσφάγησαν εις την θέσιν Τσουρουκλάδα οι Ιωάννης Σωμαράκης και Κωνστ. Σωμαράκης (πατήρ και υιός) υπό των Τούρκων, κατά δε την θέσιν ποροφάραγκο εφονεύθη υφ' ενός άραπος Τούρκου ο Νικόλαος Φραγκάκης.» (Βλέπε και ενότητα Εκκλησίες-Ι.Ν.Παναγίας)
      Οι κάτοικοί του Ξενάκου έλαβαν μέρος σ' όλες τις επαναστάσεις από την εποχή του Κρητικού πολέμου (1645-1669) ως την Ένωση (1913). Ο Αδάμ Αντ. Χετζάκης (παππούς του Εμμανουήλ Χετζάκη ή Αδαμάκη, γνωστός με το όνομα Χετζαδάμης) είχε ανακηρυχτεί από την Επαναστατική επιτροπή Πεδιάδας ως οπλαρχηγός περιφέρειας Εμπάρου. Ο Γεώργιος Αντωνακάκης, και Εμμανουήλ Περάκης, ήταν Ξενιακιανοί καπετάνιοι  ( αναγνωρισμένοι επίσημα έπαιρναν αργότερα τιμητική σύνταξη) που δέχονταν εντολές από τον Αρχηγό Πεδιάδας Νικ. Γ. Τυλιανάκη ή Παπίτσα. Πήραν δε μέρος με τ' ασκέρι τους στη λεγόμενη "Μάχη της Εμπάρου'' που έγινε στις 28 Μαΐου 1878, εμπόδισαν δε πολλές φορές τους Τούρκους να περάσουν προς το Οροπέδιο Λασιθίου, κρατώντας καίριες θέσεις στις ορεινές περιοχές του χωριού.
     Στην επανάσταση του 1896 σκοτώθηκε ο Εμμανουήλ Χετζάκης του Ματθαίου (Κόρδα) φοιτητής της Νομικής.
     Στους πολέμους του 1912-13 και κατά τη Μικρασιατική εκστρατεία, χάθηκαν είτε στις μάχες είτε από τις κακουχίες  οι: Κων. Ματθ. Χετζάκης, Προκόπιος Γεωρ. Καστρινάκης, Γεώρ. Ι. Περάκης, Εμμ. Ματθ. Α. Χετζάκης, Ιωάν. Μ. Χηράκης, Γεώρ. Μ. Χετζάκης, Γεώρ. Ε. Ζερβάκης, Κων. Γ. Χετζάκης, Ιωάν. Εμμ. Φραγκάκης, Μιχ. Χ. Χετζάκης, πολλοί δε επέστρεψαν φέροντες τιμητικά, πολεμικά τραύματα και σημάδια της Τουρκικής αιχμαλωσίας.
     Στο έπος του 1940 πήραν μέρος και επέστρεψαν σώοι (σίγουρα θα ήταν κι άλλοι πέραν της πληροφόρησης που είχα):Γεώργιος Χετζογιαννάκης, Εμμανουήλ Φραγκάκης, Ηρακλής Καστρινάκης, Κων. Ζερβογιαννάκης, Μιχ. Κ. Ζερβάκης, Γεώρ. Μιχ. Μελισσουργάκης, Εμμανουήλ Χετζάκης, Γεώργιος Ι. Λιπάκης, Εμμ. Μιχ. Στιβακτάκης, Εμμ. Ι. Στιβακτάκης, Εμμ. Νικ. Μπελαντάκης.
     Στην Εθνική Αντίσταση εκτός αυτών που πήραν μέρος ως τροφοδότες ή συνοδοί υπήρξαν και ένοπλοι όπως ο Γεώργιος Χαραλ. Χετζάκης (Πρίτσιπας), ο Αριστοτέλης Γ. Ζερβάκης και ο 22χρονος Μανόλης Δράκου Φραγκάκης, ο οποίος και σκοτώθηκε στην Παναγιά Πεδάδος στις αρχές Σεπτεμβρίου 1944 λίγο πριν φύγουν οι Γερμανοί. Μια ομάδα του ΕΛΑΣ με αρχηγό τον Πλαγιωτοβασίλη από την Έμπαρο και στην οποία συμμετείχε ο Μανόλης Φραγκάκης θέλοντας να προλάβει τις ομάδες του Μπαντουβά στην κατάληψη των γερμανικών αποθηκών μετά την αποχώρησή τους, έπιασε θέση στο εξωκλήσι της Παναγίας πάνω από το χωριό Παναγιά. Πιστεύοντας ότι αφού οι Γερμανοί υποχωρούσαν δεν θα κινδύνευαν απ' αυτούς, δεν πήραν τα αναγκαία μέτρα προστασίας. Έτσι βρέθηκαν κυκλωμένοι από τους Γερμανούς και ενώ οι υπόλοιποι κατάφεραν να ξεφύγουν, ο Μανόλης Φραγκάκης σκοτώθηκε επί τόπου. Στις 7 Σεπτεμβρίου παραμονή της γιορτής της Παναγίας ( Γενέσιο Θεοτόκου 8 Σεπτεμβρίου) οι Γερμανοί που είχαν πληροφορηθεί την ταυτότητα του νεκρού, τον τόπο καταγωγής του καθώς και τις τιμές που απέδωσαν οι αντάρτες του Ποδιά με τον ίδιο επικεφαλής κατά την κηδεία του, πραγματοποίησαν κύκλωση του χωριού Ξενιάκου με σκοπό να το κάψουν. Κι ενώ οι χωριανοί που είχαν έγκαιρα απομακρυνθεί από τα σπίτια τους παρακολουθούσαν με τρόμο από μακριά τις σχετικές προετοιμασίες, μια φωτοβολίδα από τα δυτικά έδωσε το σύνθημα όχι της πυρπόλησης ευτυχώς αλλά ταχείας αποχώρησης. Το χωριό σώθηκε, οι κάτοικοι επέστρεψαν αλλά λησμόνησαν και λησμονούν ακόμη να ευχαριστήσουν την Υπέρμαχο στρατηγό και προστάτιδα.